ωοθηκαλγία

ωοθηκαλγία
η, Ν
ιατρ. νευραλγία τής ωοθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθήκη + -αλγία (< άλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”